- φοινικοπάρηος
- φοινῑκο-πάρηος [pron. full] [ᾰ], ον,A red-cheeked, epith. of ships, the bows of which were painted red, Od.11.124.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φοινικοπάρηος — red cheeked masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινικοπάρηος — και δωρ. τ. φοινικοπάραος, ον, Α (για πλοίο) αυτός τού οποίου οι δύο πλευρές τής πλώρης είναι βαμμένες με κόκκινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + πάρηος / παραος (< παρειαί «μάγουλα», βλ. λ. παρειά), πρβλ. καλλι… … Dictionary of Greek
φοίνιξ — Μυθικό ιερό πουλί των αρχαίων Αιγυπτίων. Κατά τον Ηρόδοτο, είχε μέγεθος αετού, με φτερά κόκκινα και χρυσά. Κάθε πεντακόσια χρόνια ερχόταν από την Αραβία στην Ηλιούπολη της Αιγύπτου, φέρνοντας το πτώμα του πατέρα του, που το είχε τυλιγμένο σε… … Dictionary of Greek
φοινικοπαρῄους — φοινῑκοπαρῄους , φοινικοπάρῃος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινικοπαρῄῳ — φοινῑκοπαρῄῳ , φοινικοπάρῃος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινικοπάρῃοι — φοινῑκοπάρῃοι , φοινικοπάρῃος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)